- ἀγριόμορφος
- ἀγριόμορφοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγριόμορφος — η, ο (Α ἀγριόμορφος, ον) άγριος στη μορφή, στην όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριος + μορφή] … Dictionary of Greek
ἀγριόμορφοι — ἀγριόμορφος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… … Dictionary of Greek
αγριομούτσουνος — η, ο ο αγριόμορφος* … Dictionary of Greek
αγριοπρόσωπος — η, ο άγριος στην όψη, αγριόμορφος* … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
αγριομούτσουνος — η, ο άνθρωπος με άγριο πρόσωπο, αγριόμορφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)